- αντίφωνο
- Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε υποδηλώνει και η ετυμολογία της λέξης (αντί + φωνή = αντιπαράθεση φωνών),διαμορφώνεται η εναλλαγή δύο εκκλησιαστικών χορών στην εκτέλεση των ψαλμών. Στην παλαιότερη όμως λειτουργική μουσική το α. έπαιζε κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο σύντομης επωδού, που διευκόλυνε τους ψάλτες (κυρίως τους πιστούς που δεν είχαν μουσικές γνώσεις) στον καθορισμό του εκκλησιαστικού τόνου των ψαλμών. Υποθέτουμε πως ένας ψάλτης εκτελούσε το α. και ο χορός, ξεκινώντας από τον τελευταίο του φθόγγο, συνέχιζε με την εκτέλεση του ψαλμού· το α. δηλαδή διευκόλυνε την απομνημόνευση της μουσικής, αναπληρώνοντας έτσι την έλλειψη μιας ακριβούς μουσικής σημειογραφίας, και πετύχαινε τον σκοπό του χάρη στην απλότητα της μελωδικής του γραμμής, που τη χρωστούσε στη στενή αντιστοιχία κάθε συλλαβής προς έναν φθόγγο. Αργότερα, με την ανάπτυξη του αμβροσιανού και του γρηγοριανού μέλους, το α. απέκτησε εκφραστική αυτονομία, όπως φαίνεται από το Αμβροσιανό και το Γρηγοριανό Αντιφωνάριον, και περιορίστηκε στο να εισάγει και να κλείνει την εκτέλεση μερικών ψαλμών.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το α. κράτησε περισσότερο τον αρχικό αντιφωνικό του ρόλο και χρησιμοποιείται πιο πολύ στην Ακολουθία των Παθών. Τα σπουδαιότερα α. περιέχονται στο Ωρολόγιον το Μέγα. Εκτός από τα α. της λειτουργίας, υπάρχουν και τα α. του εσπερινού που λέγονται καθίσματα.
* * *το (ἀντίφωνος, -ον) (AM)μσν.- νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἀντίφωναστίχοι που ψάλλονται εναλλάξ από τους δύο χορούς σε ορισμένες ακολουθίες και κυρίως στη Θ. Λειτουργία πριν από την Είσοδο του Ευαγγελίουαρχ.1. (για ήχο) ο εναρμόνιος, αυτός που συνδυάζεται αρμονικά με κάποιον άλλο2. εκείνος που ακούγεται ως ανταπόκριση σε άκουσμα ή γεγονός3. το ουδ. ως ουσ. η συμφωνία στη διαπασών.
Dictionary of Greek. 2013.